- αγράμματος
- -η, -ο (Α ἀγράμματος, -ον)αυτός που δεν γνωρίζει ανάγνωση και γραφή, αναλφάβητος, απαίδευτοςνεοελλ.1. αυτός που γνωρίζει ελάχιστα γράμματα, ο ημιμαθής2. φρ. «την έπαθα σαν αγράμματος», εξαπατήθηκα σαν άπειρος, σαν ακατατόπιστοςαρχ.1. άγραφος, άγραπτος2. (για ήχους) άναρθρος3. (για ζώα) ο ανίκανος να δημιουργήσει έναρθρο λόγο, να αρθρώσει λέξεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητικό + γράμμα.ΠΑΡ. αγραμματοσύνη].
Dictionary of Greek. 2013.